- συναποτελώ
- συναποτελῶ, -έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυναποτελῶ Ανεοελλ.αποτελώ από κοινούαρχ.αποπερατώνω, συμπληρώνω κάτι μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαρτίζω — (Α ἀπαρτίζω) [απαρτί] νεοελλ. συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό 2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω 3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος τέλειος, πλήρης 4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω,… … Dictionary of Greek
εναποτελώ — ἐναποτελῶ ( έω) (Α) 1. ενεργ. συναποτελώ, καθιστώ κάτι πλήρες, τέλειο 2. παθ. παράγομαι, παίρνω υπόσταση … Dictionary of Greek
συγκαταρτίζω — Μ καταρτίζω μαζί, συναποτελώ … Dictionary of Greek
συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… … Dictionary of Greek
συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συναποτελεστικός — ή, όν, Α [συναποτελῶ] συμπληρωματικός … Dictionary of Greek
συνεδρεύω — ΝΑ [σύνεδρος] 1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω 2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαι αρχ. 1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω 2. (για στρατεύματα) περικλείω 3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος»,… … Dictionary of Greek